- ἴκμαρ
- ἴκμαρ, τό,= sq., Hsch. (Rather ἰκμάρ, if [dialect] Lacon.)II v.l. ant. for ἴκταρ (B), Erot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίκμαρ — ἴκμαρ, τὸ (Α) η ικμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ἰκμάς* ο οποίος απαντά σε γλώσσα τού Ησύχ.] … Dictionary of Greek
ικμάδα — η (ΑΜ ἰκμάς, άδος) η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτά νεοελλ. στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωή αρχ. 1. φυσική υγρασία 2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων 3. σταγόνα, στάλα 4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» το… … Dictionary of Greek